- ὑπομήλινος
- ὑπομήλινος, ον,A yellowish, Dsc.3.69.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπομήλινος — ον, Α κάπως κίτρινος, υποκίτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μήλινος «αυτός που έχει το χρώμα τού μήλου ή τού κυδωνιού»] … Dictionary of Greek
ὑπομήλινα — ὑπομήλινος yellowish neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)